τριταγωνιστής

τριταγωνιστής
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει ασήμαντη επίδραση σε ένα έργο ή σε κάποια πράξη
αρχ.
ο ηθοποιός που έπαιζε τον τρίτο, τον λιγότερο σημαντικό ρόλο στο έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἀγωνιστής (πρβλ. πρωτ-αγωνιστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριταγωνιστής — player who took the third part masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνισταῖς — τριταγωνιστής player who took the third part masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνισταί — τριταγωνιστής player who took the third part masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνιστήν — τριταγωνιστής player who took the third part masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνιστά — τριταγωνιστά̱ , τριταγωνιστής player who took the third part masc nom/voc/acc dual τριταγωνιστής player who took the third part masc voc sg τριταγωνιστής player who took the third part masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνιστώ — έω, Α [τριταγωνιστής] 1. είμαι τριταγωνιστής σε παράσταση 2. μτφ. είμαι δευτερεύον πρόσωπο σε μια υπόθεση …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

  • τριταγωνιστοῦ — τριταγωνιστέω to be a pres imperat mp 2nd sg (attic) τριταγωνιστέω to be a imperf ind mp 2nd sg (attic) τριταγωνιστής player who took the third part masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριταγωνιστῇ — τριταγωνιστέω to be a pres subj mp 2nd sg τριταγωνιστέω to be a pres ind mp 2nd sg τριταγωνιστέω to be a pres subj act 3rd sg τριταγωνιστής player who took the third part masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”